αλβανική

αλβανική
η албанский язык

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αλβανική" в других словарях:

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

  • αλβανιστί — επίρρ. [αλβανίζω] στην αλβανική διάλεκτο, στην αλβανική γλώσσα …   Dictionary of Greek

  • Γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… …   Dictionary of Greek

  • γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… …   Dictionary of Greek

  • Τσάμηδες — Ονομασία των κατοίκων της Τσαμουριάς. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι Έλληνες χριστιανοί, που μιλάνε όμως διαφορετική γλώσσα από τους άλλους Ηπειρώτες και οι υπόλοιποι είναι αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι με αλβανική εθνική συνείδηση και με γλώσσα που …   Dictionary of Greek

  • Albanesische Sprache und Literatur — Albanesische Sprache und Literatur. Die albanesische Sprache wird in einer großen Anzahl von Mundarten gesprochen, die sich am passendsten in die gegischen und in die toskischen einteilen lassen. Im eigentlichen Albanien bildet der Fluß Schkumb… …   Meyers Großes Konversations-Lexikon

  • Αρβανιτιά — Ιστορική τοποθεσία, στη δυτική πλαγιά του κάστρου του Παλαμηδιού στο Ναύπλιο. Σύμφωνα με την παράδοση, το 1775 ο καπετάν πασάς Γαζής Χασάν οδήγησε εκεί με δόλο μια νύχτα πέντε χιλιάδες Αρβανίτες, από αυτούς που ερήμωναν τον τόπο, και τους… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • αλβανίζω — 1. μιλώ την αλβανική γλώσσα 2. μιμούμαι τον τρόπο ζωής τών Αλβανών 3. διάκειμαι φιλικά προς τους Αλβανούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλβανός. ΠΑΡ. νεοελλ. αλβανισμός, αλβανιστής, αλβανιστί] …   Dictionary of Greek

  • αλβανικά — επίρρ. [αλβανικός] με την αλβανική διάλεκτο, αλβανιστί …   Dictionary of Greek

  • αλβανικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αλβανία και στους Αλβανούς 2. αυτός που προέρχεται από την Αλβανία 3. το θηλ. ως ουσ. η Αλβανική (ενν. γλώσσα) η γλώσσα τών Αλβανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλβανός. ΠΑΡ. (νεοελλ). αλβανικά] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»